Οι Φίλοι Ιστορικής Μνήμνης και Πολιτιστικής Δημιουργίας, τιμώντας την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, θυμίζουν από το αρχείο τους, μαρτυρίες για όσα συνέβαιναν στο νησί της Λέσβου, τις μέρες της κήρυξης του ελληνοϊταλικού πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940.
Η πρώτη μαρτυρία είναι [αποσπάσματα] από το βιβλίο του Δημήτρη Σαραντάκου «Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης». Η δεύτερη, από το βιβλίο των Π. Κεμερλή – Α. Πολυχρονιάδη «Η Αντίσταση στη Λέσβο». Σύμφωνα και τις δύο μαρτυρίες υπήρχε σύμπλευση των προυχόντων του Μεταξικού Δικτατορικού καθεστώτος με την ηττοπάθεια, αφού όπως έλεγαν… «Θα πέσουν μερικές ντουφεκιές για την τιμή των όπλων κι όλα θα τελειώσουν σε λίγες μέρες»…και ακόμα παραπέρα συνταύτιση αρκετών με τον φασιστικό γερμανοϊταλικό άξονα, αφού έλεγαν… “Είναι καιρός να ενταχθώμεν εις μίαν Ευρώπην ηνωμένην υπό μίαν σιδηράν εξουσίαν”
“Το βασιλομεταξικό καθεστώς απορρίπτει την προσφορά απότακτων δημοκρατών αξιωματικών να σταλούν στο Μέτωπο, καθώς και την πρόταση των κομμουνιστών Πολιτικών Κρατούμενων [σε φυλακές και ξερονήσια] να πολεμήσουν τον εισβολέα στην πρώτη γραμμή. –Αλλά λογαριάζουν χωρίς τον… «ξενοδόχο» Λαό πού με τη γενική επιστράτευση ξεσηκώθηκε κατά του Ιταλικού και του Βασιλομεταξικού φασισμού, δημιουργώντας το Αλβανικό Έπος. Με παρελάσεις στην προκυμαία και λαϊκό κατευώδιο, επιβιβάζονται οι στρατιώτες στα βαπόρια” αναφέρουν οι Φίλοι Ιστορικής Μνήμνης και Πολιτιστικής Δημιουργίας.
Οι μαρτυρίες, όπως σημειώνουν, “δίνουν εικόνες της κινητοποίησης του άμαχου πληθυσμού για τον εφοδιασμό των στρατιωτών στα χιονισμένα βουνά, αφού σύντομα φάνηκαν οι εγκληματικές ελλείψεις στρατιωτικού εξοπλισμού και εφοδίων, από τη ρεμούλα του καθεστώτος που είχε εξαφανίσει τεράστια κοντύλια του κρατικού προϋπολογισμού, εισπράξεων από εράνους και δωρεές για ενίσχυση της εθνικής άμυνας. –Τους καιροσκόπους πού άρχισαν να κρύβουν τρόφιμα δημιουργώντας ελλείψεις και μαύρη αγορά. –Τούς βομβαρδισμούς στον ασύρματο της Νεάπολης και του λιμανιού της Μυτιλήνης. –Εξηγούν το «OXI» του Μεταξά, αφού ή βασιλική διχτατορία στήριζε την εξουσία της στην Αγγλία, παρά τις ομοιότητες στα φασιστικά χαρακτηριστικά, με το χιτλερικό και το μουσολινικό καθεστώς”.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ από το βιβλίο “Ό άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης”:
Οι Νίκος Σαραντάκος και Χαράλαμπος Κανόνης στελέχη της Αγροτικής Τράπεζας επισκέπτονται το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου 1940 τον Διευθυντή τους να τον χαιρετήσουν για την ονομαστική του γιορτή. Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης” του Δημήτρη Σαραντάκου.
[…Στο σαλόνι βρήκαν συγκεντρωμένους πολλούς παράγοντες της μυτιληναϊκής κοινωνίας, το Δεσπότη, το Νομάρχη, τον υποδιοικητή της Αστυνομίας, διευθυντές των άλλων τραπεζών. Όλοι συμφωνούσαν πως ο πόλεμος ήταν ζήτημα ημερών και προμάντευαν τη σύντομη διάρκειά του: «Θα πέσουν μερικές ντουφεκιές για την τιμή των όπλων κι όλα θα τελειώσουν σε λίγες μέρες». Κάποιοι προχωρούσαν πιο μακριά:
«Είναι καιρός να ενταχθώμεν εις την Ευρώπην, ηνωμένην υπό μίαν σιδηράν εξουσίαν».
Ο Νίκος με δυσκολία κρατιόταν να τους τα πει χύμα. Επικαλέστηκε πως γιόρταζε κι ο γιος του κι έφυγε με τον Χαράλαμπο νωρίς. Οι δυο φίλοι έφυγαν φαρμακωμένοι.
«Να δεις που θα μας πουλήσουν στους φασίστες, είναι βλέπεις σαρξ εκ της σαρκός τους», είπε ο Σαραντάκος, χάνοντας για πρώτη φορά την αισιοδοξία του.
Ο Κανόνης είχε αντιρρήσεις.«Ξέρεις, μπορεί ο Μεταξάς να είναι φασίστας, αλλά αντίθετα με την Ιταλία, την εξουσία του τη χρωστά στο βασιλιά, δηλαδή στους Άγγλους».
Εκείνο το συννεφιασμένο οχτωβριανό πρωινό, ο Σαραντάκος έμαθε για την εισβολή των Ιταλών πρωί πρωί, ανοίγοντας το ραδιόφωνό του Το ραδιόφωνο έπαιζε συνέχεια δημοτικά τραγούδια και εμβατήρια, που τα διέκοπτε για να πει το πρώτο ανακοινωθέν του πολέμου…
…Στην Τράπεζα βρήκε όλους τους συναδέλφους μαζεμένους παρέες παρέες να συζητούν ζωηρά. Κανείς φυσικά δε δούλευε. Απροσδόκητα δεν υπήρχε ίχνος φόβου ή ηττοπάθειας στις κουβέντες τους αλλά κάτι που έμοιαζε με ενθουσιασμό. Ο ταμίας κι ένας δυο άλλοι γερμανόφιλοι, που κάτι πήγαν να πουν για το αήττητο του Άξονος και το άσκοπο της αντίστασης, απομονώθηκαν με πρόγκα… Θαρρείς κι όλη η Μυτιλήνη είχε βγει στους δρόμους. Κι εδώ επικρατούσε ο ίδιος ενθουσιασμός. Ο δρομάκος της γειτονιάς του αντηχούσε από τα δημοτικά και τα εμβατήρια που μετέδιδε το ραδιόφωνο… Γενικώς ήταν όλοι χαρούμενοι.. Τους συνεπήρε ο ενθουσιασμός με τον οποίο ο λαός αντιμετώπισε την κήρυξη του πολέμου. Ο Κανόνης ως σπουδάσας στην Ιταλία, τους ανέπτυξε την άποψή του:
«Ο ιταλικός λαός είναι σίγουρο πως δε θέλει τον πόλεμο. Και από ιδιοσυγκρασία αλλά και γιατί πολεμά ήδη από το 1935, πρώτα στην Αβησσυνία και μετά στην Ισπανία. Μονάχα οι μελανοχίτωνες και οι λοιποί φασίστες είναι φιλοπόλεμοι, αλλά αυτοί και λίγοι είναι και φροντίζουν να μένουν στα μετόπισθεν».
Ο Ανδρέας… τούς πληροφόρησε ότι είχε παρουσιαστεί στο Φρουραρχείο κι είχε ζητήσει να καταταγεί έστω και απλός στρατιώτης. Του ’πανε πως τους απότακτους του κινήματος αξιωματικούς θα τους αντιμετώπιζαν ομαδικά και όχι μεμονωμένα. Ο Θόδωρος… τους είπε ότι, όπως άκουσε στην αγορά, οι κομμουνιστές κρατούμενοι στις φυλακές και στις εξορίες είχαν επίσης ζητήσει να στρατευτούν για να πολεμήσουν. Το τεταρτοαυγουοτιανό καθεστώς απέρριψε την προσφορά τους. Την άλλη μέρα όμως δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες το γράμμα του Νίκου Ζαχαριαδη, που καλούσε σε αντίσταση κατά των Ιταλών. Το βράδυ στο σπίτι του Νίκου άναψε η συζήτηση. Σχεδόν όλοι συμφωνούσαν με το πνεύμα του γράμματος. Αυτοί [ οι απότακτοι αξιωματικοί του κινήματος του 1935 ] οι δημοκράτες υπολοχαγοί, λοχαγοί και ταγματάρχες ήταν που ουσιαστικά διεξήγαγαν τον πόλεμο στο αλβανικό μέτωπο…
…Υπερνικώντας την αποστροφή του προς το καθεστώς, παρουσιάστηκε στην Πολιτική Αεράμυνα, όπου κάτι κουραμπιέδες μόνιμοι αξιωματικοί συνεπικουρούμενοι από κάποιους φανφαρόνους της ΕΟΝ δεν έκαναν απολύτως τίποτα, εκτός από το να γυρνούν τη νύχτα και να επιβλέπουν αν τηρείται ο συσκοτισμός…
…Το ηθικό του κόσμου ήταν πολύ υψηλό. Κάθε νίκη στο μέτωπο γιορταζόταν με αυθόρμητες εκδηλώσεις ενθουσιασμού, όπου παίρναν και δίναν τα σατιρικά τραγούδια, που από το ραδιόφωνο είχαν γίνει πασίγνωστα και αγαπητά. Τα περισσότερα ήταν δημοφιλή ελαφρά τραγούδια που παραφράστηκαν κι έγιναν το «κορόιδο Μουσολίνι», το «βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», το «στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός». Τον Μουσολίνι, που οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι λοιποί Ευρωπαίοι τον είχαν πάρει στα σοβαρά και τον φοβόντουσαν, οι Έλληνες τον πήραν στο ψιλό. Τον κατέβασαν στα πραγματικά μέτρα του: ένας φαμφαρόνος, ένα ανθρωπάκι της καρπαζιάς. Στις εφημερίδες τα σκίτσα του από διάσημους γελοιογράφους τον έδειχναν έτσι ακριβώς. Σατιρίζοντας τον ιταλικό φασισμό και τον Ντούτσε του οι Έλληνες έβγαζαν το άχτι τους για τον δικό τους…
…Με τον καινούριο χρόνο φάνηκε πόσο ανέτοιμη ήταν για τον πόλεμο η δικτατορία. Από τους περίφημους εράνους «υπέρ Αεροπορίας» δε δημιουργήθηκε τίποτα περισσότερο από ένα σμήνος μαχητικών αεροπλάνων. Οι στρατιώτες ξεπάγιαζαν στα αλβανικά βουνά χωρίς τον κατάλληλο ιματισμό. Μόλο που όλες οι γυναίκες έπλεκαν ασταμάτητα πουλόβερ, γάντια και κάλτσες για το στρατό, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εφοδίων ποτέ δεν έφτασε ως το μέτωπο. Μετά την πτώση της Κλεισούρας, την τελευταία ελληνική νίκη στον πόλεμο, το μέτωπο σταθεροποιήθηκε. Οι Ιταλοί φέρναν αδιάκοπα ενισχύσεις. Τον Μάρτη του ’41 εξαπέλυσαν την «εαρινή επίθεσή» τους. Παρά το άφθονο αίμα που χύθηκε εκατέρωθεν η επίθεση απέτυχε. Στα μετόπισθεν ο κόσμος έχανε σιγά-σιγά το κουράγιο του. Άρχισαν να κρύβονται τα τρόφιμα και οι τιμές πήραν τον ανήφορο.
Οι γερμανόφιλοι ανεθάρρησαν και σπέρνανε την ηττοπάθεια. Τα γεγονότα τούς βοηθούσαν. Στις 20 Μαρτίου η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση υπέγραψε με τους Γερμανούς σύμφωνο, με το οποίο προσχωρούσε στον Άξονα, με αντάλλαγμα τη Θεσσαλονίκη. Είχαν προηγηθεί η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία. Οι Έλληνες νιώσαμε απελπιστικά μόνοι. Μια βδομάδα μετά όμως, στις 27 Μαρτίου, ο γιουγκοσλαβικός (ή πιο σωστά ο σέρβικός) λαός με μια θυελλώδη εξέγερσή του, ανέτρεψε το γερμανόφιλο καθεστώς και η νέα κυβέρνηση, που πήρε την εξουσία, ακύρωσε το σύμφωνο. Στις 5 Απριλίου οι Γερμανοί χωρίς καμιά προειδοποίηση ή κήρυξη πολέμου, βομβάρδισαν βάρβαρα και για πολλές ώρες το Βελιγράδι. Την άλλη μέρα εισβάλανε ταυτόχρονα στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα.