Η εγκύκλιος της ΑΑΔΕ (Ε.2065) περιέχει λεπτομερείς οδηγίες σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής των μέτρων δέουσας επιμέλειας στα παραβατικά πρατήρια καυσίμων, καθώς και στα συνδεδεμένα με αυτά πρατήρια, ενώ παράλληλα παρέχει κατευθύνσεις για τις περιπτώσεις άρσης αυτών των μέτρων.
Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων επιβάλλει μέτρα δέουσας επιμέλειας σε πρατήρια καυσίμων όπου εντοπίζονται παραβάσεις κατά τη διάρκεια των ελέγχων. Οι παραβάσεις αυτές περιλαμβάνουν περιπτώσεις όπως η μη εγκατάσταση ή η μη σωστή λειτουργία του συστήματος εισροών-εκροών, η λαθρεμπορία καυσίμων, η νοθεία καυσίμων, η παραποίηση των φορολογικών μηχανισμών, καθώς και οι ελλειμματικές παραδόσεις καυσίμων.
Όταν διαπιστώνονται αυτές οι παραβάσεις, η ΑΑΔΕ προχωρά σε ενημέρωση των εταιρειών εμπορίας και των διυλιστηρίων που συνεργάζονται με τα συγκεκριμένα πρατήρια, ζητώντας την επιβολή των μέτρων δέουσας επιμέλειας. Αυτή η διαδικασία στοχεύει στην προστασία της ακεραιότητας της αγοράς καυσίμων και στη διασφάλιση της τήρησης των φορολογικών και τεχνικών κανονισμών που διέπουν τον κλάδο.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο, όταν διαπιστωθούν παραβάσεις σε ένα πρατήριο, οι πληροφορίες αυτές διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών και τα διυλιστήρια. Αυτά, με τη σειρά τους, υποχρεούνται να λάβουν μέτρα εντός 30 ημερών.
Τα μέτρα δεν επιβάλλονται μόνο στο πρατήριο που διέπραξε τις παραβάσεις αλλά και στα συνδεδεμένα με αυτό πρατήρια, τα οποία ορίζονται ως:
• Πρατήρια που ανήκουν κατά 50% ή περισσότερο στα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατέχουν ή διοικούν το παραβατικό πρατήριο.
• Πρατήρια που διοικούνται από τα ίδια πρόσωπα με το παραβατικό πρατήριο.
• Πρατήρια που ανήκουν κατά 100% σε θυγατρικές εταιρείες που κατέχουν το παραβατικό πρατήριο, εφόσον έχουν καταγραφεί πέντε παραβάσεις εντός τριών μηνών.
• Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα μέτρα επιβάλλονται τόσο στο παραβατικό πρατήριο όσο και σε όλα τα πρατήρια που συνδέονται με αυτό.
Κατά την εγκύκλιο, ο χαρακτηρισμός ενός πρατηρίου ως συνδεδεμένου με παραβατικό πρατήριο στηρίζεται σε δύο βασικές παραμέτρους, που αφορούν την ιδιοκτησιακή του σχέση και τη συμμετοχή του σε θυγατρικές εταιρείες. Ειδικότερα, ένα πρατήριο θεωρείται συνδεδεμένο όταν ανήκει ή διοικείται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαχειρίζεται το παραβατικό πρατήριο. Παράλληλα, όταν το πρατήριο ανήκει 100% σε θυγατρική εταιρεία του παραβατικού πρατηρίου και υπάρχουν επαναλαμβανόμενες παραβάσεις, τότε επίσης χαρακτηρίζεται ως συνδεδεμένο. Αυτές οι δύο παραμέτρους παίζουν καθοριστικό ρόλο στη νομική και διοικητική αξιολόγηση των πρατηρίων για την τήρηση των κανόνων λειτουργίας τους.
Η άρση των μέτρων δέουσας επιμέλειας γίνεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που αίρουν τους λόγους επιβολής των μέτρων.
Αν ένα πρατήριο αλλάξει ιδιοκτησιακό καθεστώς ή διοίκηση και δεν ανήκει πλέον ή δεν διοικείται από τα πρόσωπα που σχετίζονται με το παραβατικό πρατήριο, τα μέτρα αίρονται. Σημαντικό σημείο εδώ είναι ότι η μεταβολή αυτή πρέπει να έχει ολοκληρωθεί και καταχωρηθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. (Γενικό Εμπορικό Μητρώο), όταν αυτό απαιτείται από τη νομοθεσία. Αν ένα πρατήριο πωληθεί σε νέο φυσικό ή νομικό πρόσωπο και η αλλαγή καταχωρηθεί στο Γ.Ε.ΜΗ., τα μέτρα δέουσας επιμέλειας αίρονται, υπό την προϋπόθεση ότι το νέο πρόσωπο δεν συνδέεται με το παραβατικό πρατήριο.
Όταν ένα παραβατικό πρατήριο συμμορφωθεί με τους όρους και τις προδιαγραφές, αποκαθιστώντας τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν ή επαναλειτουργήσει μετά από σφράγιση, τα μέτρα αίρονται. Επίσης, αν το πρατήριο συμμορφωθεί με δικαστική απόφαση, τα μέτρα δέουσας επιμέλειας παύουν να ισχύουν.
Οι ενδιαφερόμενοι (ιδιοκτήτες πρατηρίων ή εταιρείες) μπορούν να υποβάλουν αίτηση στην ΑΑΔΕ για την άρση των μέτρων, ενημερώνοντας την Υπηρεσία για οποιαδήποτε μεταβολή που αίρει τις προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό του πρατηρίου ως συνδεδεμένου. Η ΑΑΔΕ εξετάζει την αίτηση και ενημερώνει τα αρμόδια νομικά πρόσωπα, ώστε να προβούν στην άρση των μέτρων.
Η άρση των μέτρων δέουσας επιμέλειας σημαίνει ότι τα πρατήρια που είχαν υποστεί κυρώσεις, είτε ως παραβατικά είτε ως συνδεδεμένα με παραβατικά πρατήρια, μπορούν να επανέλθουν σε κανονική λειτουργία. Οι κυρώσεις παύουν να ισχύουν και οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες δεν υπόκεινται πλέον στους περιορισμούς που είχαν επιβληθεί. Παράλληλα, η άρση των μέτρων δίνει τη δυνατότητα στα συνδεδεμένα πρατήρια να συνεχίσουν τις συνεργασίες τους με εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών και διυλιστήρια χωρίς τον κίνδυνο επιπλέον επιβολής κυρώσεων.